φοβάμαι

φοβάμαι
φοβᾶμαι, ΝΜ
βλ. φοβούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοβάμαι — (σπάν. φοβούμαι), φοβήθηκα, φοβισμένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: φοβάμαι : ο τύπος φοβούμαι είναι σπάνιος και απαντάται κυρίως σε εκφρ. όπως φοβούμαι ότι (→ υποψιάζομαι ότι θα γίνει κάτι δυσάρεστο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φοβάμαι — βλ. φοβούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …   Dictionary of Greek

  • προταρβώ — έω, Α 1. φοβάμαι εκ τών προτέρων («θάνατον προταρβοῡσα», Ευρ.) 2. φοβάμαι ή είμαι ανήσυχος για κάτι («ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾱς προταρβεῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταρβῶ «φοβάμαι, ανησυχώ»] …   Dictionary of Greek

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • ακροφοβάμαι — και ούμαι φοβάμαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακρο (ΙΙ) + φοβάμαι] …   Dictionary of Greek

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • δειδίσσομαι — και δεδίττομαι (Α) 1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< *δεδFικ ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω* κατά τους ενεστώτες σε ίσσω. Η βασική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”